- ὑποποτίσαι
- ὑποποτίζωgive to drink a littleaor inf actὑποποτίσαῑ , ὑποποτίζωgive to drink a littleaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.